- ποιήσετε
- ποιέωmakeaor subj act 2nd pl (epic)ποιέωmakefut ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιήσεθ' — ποιήσετε , ποιέω make aor subj act 2nd pl (epic) ποιήσετε , ποιέω make fut ind act 2nd pl ποιήσεται , ποιέω make aor subj mid 3rd sg (epic) ποιήσεται , ποιέω make fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήσετ' — ποιήσετε , ποιέω make aor subj act 2nd pl (epic) ποιήσετε , ποιέω make fut ind act 2nd pl ποιήσεται , ποιέω make aor subj mid 3rd sg (epic) ποιήσεται , ποιέω make fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SISOE — Graece Σισόη, apud LXX. Levit. c. 19. v. 27. οὐ ποιήσετε σισόην εν τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς ὑμῶν, Non facietis sisoen ex coma capitis vestri: Phaselitarum vox, speciem tonsurae, notat, in orbem videl. quô modô Arabes tondebantur, Bacchum imitati,… … Hofmann J. Lexicon universale
λατρευτός — ή, ό (AM λατρευτός, ή, όν) [λατρεύω] 1. αυτός που τόν αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα») 2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.) αρχ. αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία,… … Dictionary of Greek
μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
σισόη — ἡ, ΜΑ 1. είδος πλεξίματος τών μαλλιών, πλεξίδα, κοτσίδα («οὐ ποιήσετε σισόην ἐκ τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς», ΠΔ) 2. (κατά τον Ησύχ.) «σισόη κούρη ποιά. Φασηλῑται» … Dictionary of Greek
στικτός — ή, ό / στικτός, ή, όν, ΝΜΑ [στίζω] 1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.) 2. διάστικτος, κατάστικτος 3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» γραμμή που σχηματίζεται με… … Dictionary of Greek
συμβιβάζω — ΝΜΑ συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «έκαναν πολλές προσπάθειες ώσπου να τους συμβιβάσουν» β. «οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε», Ηρόδ.) νεοελλ. μέσ. συμβιβάζομαι 1. συγκατατίθεμαι, υποχωρώ (α. «για να αποφύγει μεγαλύτερους κινδύνους,… … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek